- σεκουνδοκέριος
- σεκουνδοκέριος and [suff] σεις-κήριος, ὁ, = Lat.A secundocerius, Cod.Just.12.17.5, 4.59.1.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σεκουνδοκέριος — και σεκουνδικήριος, ο, ΝΜ (στο Βυζ.) υπαρχηγός στρατιωτικού σώματος, ο δεύτερος στην τάξη μετά τον πριμικήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. secundocerius] … Dictionary of Greek
σεκουνδικήριος — ο, ΝΜ βλ. σεκουνδοκέριος … Dictionary of Greek